ψοφολόγημα

ψοφολόγημα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ψοφολογώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψοφολόγημα — το, Ν [ψοφολογώ] 1. το αποτέλεσμα τού ψοφολογώ, το να είναι κανείς ετοιμοθάνατος 2. συνεκδ. α) αρρώστια β) πολύ βαρύς ύπνος 3. φρ. «κακό ψοφολόγημα νά χει» (ως κατάρα) να πεθάνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”